Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

Sociopathy

Η συνδεσμολογία του εγκεφάλου σου θα τα καταστρέψει όλα.

Κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις; Τι θες να σου πω, μου λες για ελοχίμ, νεφελίμ και της παναγιάς τα μάτια. Πες δεν ξέρω. Δεν ξέρω, δεν γνωρίζω. Είναι δυνατόν να ήρθαν από το σείριο βιορομπότ πριν εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια και περιμέναν, τι; Να εμφανιστείς εσύ για να σου πούνε, τσα, στην φέραμε κορόιδο.

Εντάξει, και να δεχτώ τις προφητείες του γέροντα παϊσιου που αντιβαίνουν κάποιες του Ιωάννη. Γιατί καλοπροαίρετος είμαι, θέλω κι εγώ να ελπίζω πως το τέρας με τα εφτά κεφάλια, και τις τρεις ουρές, δεν είναι παρά ένα ιαπωνικό παιχνίδι μίνι διαστάσεων που λανσάρεται στην αγορά του μέλλοντος ως ηλεκτρικό κατοικίδιο με δυνατότητες αυτόνομου καθαρισμού και απολυμάνσεως του δαπέδου.

Το κεφάλαιο βιορομπότ για μένα έχει μεγάλη σημασία. Θα στο αναλύσω ευθέως. Μπαίνεις σε ένα κουρείο βρε παιδί μου και δεν θες τα χέρια που σε λούζουν να είναι κρύα και να παγώνει ο σβέρκος σου. Θες να είναι προσαρμοσμένα σε θερμοκρασίες δωματίου. Έτσι, μάλιστα.

Γιατί να βάλεις έναν κασκαντέρ να κάνει τους πιθηκισμούς ή ένα πράκτορα να κατασκοπεύει ζευγαράκια σε παρκάκια δίπλα σε αιμοδιψείς δράκους. Λάθος.

Παίρνεις τηλέφωνο τον προσωπικό σου σύμβουλο και του λες, στείλε μου σε παρακαλώ ένα από αυτά που έχετε πρόχειρα να το έχω και για κανένα ταβλάκι καμιά βδομάδα δύο, καμιά εκδρομή, ένα κάποιο ντεφιλέ και γράφτα στο τεφτέρι.

Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2013

Groomunism

Ξέρεις σκέφτηκα, καθαρό αριστερό προς το φιλελεύθερο πνεύμα, είπα να το παίξω εκσυγχρονισμένος τσε με λίγο πάθος από κανέλλη. Δεν μου βγήκε. Βλέπεις είναι αυτός ο δυτικός αέρας από κάτι τυχαία συντιθέμενα κυκλώματακια που δύσκολα καθαρίζει. Κάτι αντάρτες εν αναμονή. Δεν θέλει πολύ, χαιρετάς όπως ήλθες.

Άστα λα βίστα.

Δεν παραμιλάω. Σκέφτομαι, στην πτήση από λατινική Αμερική. Πολιτικός λες; Πολιτικοποιημένος λέω. Όταν μπαίνεις στο λούκι απο μικρός, δεν χωράνε αντιρρήσεις. Κάνεις αυτό που προστάζει το καθήκον. Ποιο είναι αυτό; Το έχω φιλοσοφήσει. Φλυαρώ λίγο δίπλα σε ομογενή από Αυστραλία καθώς αναζητώ την αεροσυνοδό για φρουίτπαντς.

"Άκου! Εντολοδόχος λέει. Που το είδες; Ξεπληρώνω την ανιδιοτέλεια που με χαρακτηρίζει, με λίγη ταπεινοφροσύνη κι ένα τέταρτο μετριοπάθεια, θα με καταδικάσεις;"

Το μυστικό λοιπόν. Να γνωρίζεις κι εσύ αλλά και γενικότερα, την σκακιέρα του γεωπολιτικού, γεωστρατηγικού γίγνεσθαι. Ο Ανδρέας ήξερε. Τα πήρε μαζί του. Δεν λέγονται αυτά δημoσίως.

Καθώς χαζεύω το περιοδικό που διαβάζεις καταλαβαίνω πως βλέπεις το μέλλον στη νιουζιλαντ, δεν είναι ταξιδιωτικό αλλά τι άλλο θα σκέφτεσαι; Και δίκιο θα έχεις. Κι όμως, εγώ είδα παραγκουπόλεις με ταλεντάκια φίλε. Έμπνευση της στιγμής.

Ξεκίνησα αυτό το ταξίδι με άλλα σχέδια.

Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013

Χαμένη στη Μετάφραση

Το βιτρίν στη τσάντα, τι καταλαβαίνω και που το έχω.

Μου το έδωσαν στο τελευταίο κατάστημα που επισκέφθηκα και λέω θα το κρατήσω να του ρίξω μια ματιά, έτσι για το γαμώτο.

Η κούκλα αυτή με κάτι βλεφαρίδες σαν αεροδιάδρομος σαν να μου κλείνει το μάτι. Δεν ξέρω, το αισθάνεστε κι εσείς όταν βγαίνετε ένα περίπατο στο κέντρο. Με κάτι τύπους να σε περιτριγυρίζουν σαν καρμικά στοιχεία ή στοιχειά θα έλεγα καλύτερα. Από άλλο πλανήτη, από άλλο γαλαξία, το σίγουρο είναι πως μιλάμε για τριτοκοσμικές καταστάσεις.

Τρίτος κόσμος.

Αυτή η τοποθέτηση στριφογυρνάει σαν κουνούπι σερβαϊβορ κάτι τέτοιους χειμώνες, όπου οι πουά μπιτζάμες και οι χνουδωτές παντόφλες δεν αρκούν για να απαλύνουν τον πόνο μιας βασανισμένης  από την πατρική στοργική άγνοια ψυχής. Αυτήν την άγνοια που μόνο κάτι καλοκακομαθημένες κοπέλες, που σαν και του λόγου τους, περιμένουν σαν το πνεύμα των Χριστουγέννων σε ανύποπτες στιγμές ακόμα και στην παραλία, σε ένα γκαλά, μια κολεξιόν ενός ανώνυμου πλην φιλόδοξου ερασιτέχνη σχεδιαστή και γιατί όχι ενός όχι παγκοσμίου αλλά επαρκώς αναγνωρισμένου σκηνοθέτη.

Αυτή η χλωμή γκριζωπή όψη της κούκλας χωρίς μαλλιά σαν να με έχει στοιχειώσει, κάτι η έλλειψη ρυτίδων, δεν ξέρω ίσως η έλλειψη άγχους από πιθανή τριχόπτωση.

Επιστρέφω σπίτι, απογοητευμένη, όχι για το αμφίβολο αύριο, όχι, αυτό που με πονάει είναι το τώρα, το τώρα που κυλάει σαν τάπα απο τα πόκεμον.

Εισαγωγή στο Κράβμανγκα

Μπαίνεις στο μπαρ κοιτάς δεξιά, αριστερά, σερβιτόρος σε προσπερνάει, σκουντώντας σε. Σερβιτόρα σε πατάει, ένας παλιός γνωστός σε αρπάζει απ' τον ώμο, "γεια σου βάγγο τα λέμε".                                       
Η παρέα πίσω από λαολίμνη υψώνει χέρια, φωνές, κακό.

Μια κοπέλα με μια φίλη κοντά η μια στην άλλη, σε αποσπούν προς στιγμήν. Συνεχίζεις, φοκουσεντ του δε ταργετ. Αποφεύγεις δίσκους, αρπάζεις μπίρες σε κατάσταση πτώσης, σκοντάφτεις λίγο, ένα τακούνι φλερτάρει μαζί σου, ξυστά στην γάμπα σου. Μέσα σε βουτηγμένη στον ιδρώτα αλλά και από την βροχή μπλούζα, φτάνεις στην παρέα σου. "Τι λέει, όλα καλά;". Γουρλωμένα μάτια σε κοιτάνε διερευνητικά. 

Αυτή είναι η παρέα μου; Aναρωτιέσαι. "Ναι ρε αυτή είναι! Τι σε χαλάει;!", σκούζει το υποσυνείδητο σου.

Ξαναθυμάσαι το βαγγο, ρίχνοντας μια ματιά πίσω αναθεωρείς εις διπλούν. Έχεις ξεχάσει πια γιατί ήρθες εδώ εξ αρχής, θα τα βρούμε μωρέ δεν βαριέσαι. Η τύχη σου χαμογελάει αποκαλύπτοντας πως το μόνο διαθέσιμο τραπέζι βρισκόταν δίπλα στις τουαλέτες.

Μπαίνεις μέσα, τι κάνει αυτή, τι σκέφτεται, ποια η χροιά της φωνής της, ο τόνος, ο χρωματισμός της.
Θα τα βρούμε μωρέ δεν βαριέσαι, επαναλαμβάνει σαν από το υπόγειο η φωνή της απελπισίας.

Αυτό δεν είναι ψυχοσύνθεση, είναι ο καλός κι ο κακός μπάτσος κατασκηνωμένοι στο μυαλό μου. Βγαίνεις αφού έχεις στεγνώσει για ένα τέταρτο το τσαλακωμένο πλέον τισέρτ στο στεγνωτήρα χεριών.

"Λέω να βγω, να πάρω λίγο αέρα, θα επιστρέψω.."